- νουμηνιάζω
- νουμηνιάζω (Μ) [νουμηνία]εορτάζω τη νουμηνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νουμηνιαστής — νουμηνιαστής, ὁ (Α) αυτός που εορτάζει τη νουμηνία, τη νέα σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νουμηνία, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *νουμηνιάζω] … Dictionary of Greek